30 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ

Για συντομία ονομάζεται και τσέλο. Είναι το μπάσο μέλος της οικογένειας του βιολιού. Έχει το διπλό μέγεθος απ' το βιολί, και γι’ αυτό παίζεται ακουμπισμένο στο πάτωμα, όρθιο, με ελαφριά κλίση. H αιχμηρή ακίδα που έχει στο κάτω άκρο του για να το κρατάει σταθερά στο πάτωμα προστέθηκε τον 20ό αιώνα. Μέχρι τότε στηριζόταν στα πόδια του εκτελεστή ή υποβασταζόταν από ένα μικρό σκαμνάκι. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τέσσερις οκτάβες. Το σχήμα του τσέλου είναι σχεδόν ίδιο με του βιολιού, εκτός από το βραχίονά του, που είναι πιο κοντός. Οι παχύτερες, μακρύτερες χορδές του τσέλου και το μεγαλύτερο ηχείο του τού χαρίζουν έναν ήχο πλούσιο και ζεστό.

Το βιολοντσέλο εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα, την ίδια εποχή με το βιολί και τη βιόλα. Ένα απ' τα παλαιότερα όργανα που έχουν βρεθεί κατασκευάστηκε γύρω στα 1572 απ' τον Αντρέα Αμάτι, τον παλαιότερο απ' τους φημισμένους κατασκευαστές της οικογένειας Αμάτι.

Τα πρώτα βιολοντσέλα είχαν συνήθως πέντε χορδές, αλλά κάποια στιγμή καταργήθηκε η χαμηλότερη.

Κατά τον 17ο και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, το βιολοντσέλο χρησιμοποιούνταν συνήθως μαζί με το τσέμπαλο, το εκκλησιαστικό όργανο ή το λαούτο (δηλαδή όργανα που μπορούσαν να παίζουν συγχορδίες), για να εκτελεί τη συνοδεία στα έργα της εποχής. Το βιολοντσέλο έπαιζε τη γραμμή του μπάσου, ενώ το τσέμπαλο - ή ένα απ' τ' άλλα όργανα - έπαιζε μια διαδοχή από συγχορδίες που αποτελούσαν τον αρμονικό σκελετό κάθε φράσης (μπάσο κοντίνουο).

Τα πρώτα έργα για σόλο βιολοντσέλο γράφτηκαν περί τα τέλη του 17ου αιώνα. Προς το τέλος της εποχής Μπαρόκ, χάρη στο εκφραστικό και βελούδινο ηχόχρωμά του, το βιολοντσέλο άρχισε να προβάλλεται σα μελωδικό όργανο.

Το βιολοντσέλο, μαζί με το πρώτο και δεύτερο βιολί και τη βιόλα, ανήκει στα μέλη του κουαρτέτου εγχόρδων.

Πηγή melodisia.mmb.org.gr/musicInstruments